-
1 бот
(судно) η λέμβος, το σκάφος, το πλοιάριοрыболовный - το ψαράδικο, το αλιευτικό πλοίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бот
-
2 заболевание
η νόσος, το νόσημα, η αρρώστια, η ασθένεια, грибковое - η μυκητίασηдекомпрессионное тех. - αποσυμπίεσηςинфекционное мед. - λοιμώδης -, μεταδοτική -профессиональное мед. - επαγγελματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заболевание
См. также в других словарях:
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
οστεονέκρωση — η ιατρ. νέκρωση τού οστίτη ιστού η οποία μπορεί να είναι αποτέλεσμα λοίμωξης, όπως στην οστεομυελίτιδα, ή έλλειψης αιμάτωσης, όπως σε περιπτώσεις κατάγματος, εξαρθρήματος, νόσου τών δυτών κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεονέκρωσις,… … Dictionary of Greek
άγαβος — (agabus).Γένος υδρόβιων κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των δυτών. Υπάρχουν περίπου εκατό είδη, που ζουν όλα στο βόρειο ημισφαίριο σε τρεχούμενα ή και σε στάσιμα νερά … Dictionary of Greek
αεριώδης εμβολή — Η απόφραξη μιας αρτηρίας από φυσαλίδες αέρα, που έχουν μπει στο αίμα στη διάρκεια της εγχείρησης ή μετά από τραυματισμό, από ατύχημα ή σε ατύχημα πίεσης (στην περίπτωση π.χ. των δυτών) … Dictionary of Greek
αεραιμία — η (ιατρ.), αρρώστια που προέρχεται από την απότομη αλλαγή της ατμοσφαιρικής πίεσης από υψηλή σε χαμηλή (αρρώστια των δυτών) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)